Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
γενηματογραφία
γενηματοφύλαξ
View word page
γενετήρ
parents
ShortDef
parents
Debugging
Headword:
γενετήρ
Headword (normalized):
γενετήρ
Headword (normalized/stripped):
γενετηρ
IDX:
18686
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18687
Key:
Data
{'content': 'parents'}