Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
γενηματογραφέω
View word page
γενέτειρα
mother
ShortDef
mother
Debugging
Headword:
γενέτειρα
Headword (normalized):
γενέτειρα
Headword (normalized/stripped):
γενετειρα
IDX:
18684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18685
Key:
Data
{'content': 'mother'}