Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
γένημα
View word page
γένεσις
an origin, source, productive cause

ShortDef

an origin, source, productive cause

Debugging

Headword:
γένεσις
Headword (normalized):
γένεσις
Headword (normalized/stripped):
γενεσις
IDX:
18683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18684
Key:

Data

{'content': 'an origin, source, productive cause'}