Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
γενηΐς
View word page
γενεσιουργός
concerned with

ShortDef

concerned with

Debugging

Headword:
γενεσιουργός
Headword (normalized):
γενεσιουργός
Headword (normalized/stripped):
γενεσιουργος
IDX:
18682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18683
Key:

Data

{'content': 'concerned with'}