Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
γενέτωρ
View word page
γενεσιουργία
generation
ShortDef
generation
Debugging
Headword:
γενεσιουργία
Headword (normalized):
γενεσιουργία
Headword (normalized/stripped):
γενεσιουργια
IDX:
18681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18682
Key:
Data
{'content': 'generation'}