Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
γενέτης
γενετήσιος
γενετικός
Γενετυλλίς
View word page
γενεσιουργέω
bring into being

ShortDef

bring into being

Debugging

Headword:
γενεσιουργέω
Headword (normalized):
γενεσιουργέω
Headword (normalized/stripped):
γενεσιουργεω
IDX:
18680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18681
Key:

Data

{'content': 'bring into being'}