Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
γενετήρ
View word page
γένειον
the part covered by the beard, the chin

ShortDef

the part covered by the beard, the chin

Debugging

Headword:
γένειον
Headword (normalized):
γένειον
Headword (normalized/stripped):
γενειον
IDX:
18676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18677
Key:

Data

{'content': 'the part covered by the beard, the chin'}