Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
γενετή
View word page
γενειάω
to grow a beard, get a beard
ShortDef
to grow a beard, get a beard
Debugging
Headword:
γενειάω
Headword (normalized):
γενειάω
Headword (normalized/stripped):
γενειαω
IDX:
18675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18676
Key:
Data
{'content': 'to grow a beard, get a beard'}