Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
γενέτειρα
View word page
γενειάτης
bearded

ShortDef

bearded

Debugging

Headword:
γενειάτης
Headword (normalized):
γενειάτης
Headword (normalized/stripped):
γενειατης
IDX:
18674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18675
Key:

Data

{'content': 'bearded'}