Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
γένεσις
View word page
γενειαστήρ
chin-strap

ShortDef

chin-strap

Debugging

Headword:
γενειαστήρ
Headword (normalized):
γενειαστήρ
Headword (normalized/stripped):
γενειαστηρ
IDX:
18673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18674
Key:

Data

{'content': 'chin-strap'}