Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
γενεσιουργός
View word page
γενειάσκω
to begin to get a beard

ShortDef

to begin to get a beard

Debugging

Headword:
γενειάσκω
Headword (normalized):
γενειάσκω
Headword (normalized/stripped):
γενειασκω
IDX:
18672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18673
Key:

Data

{'content': 'to begin to get a beard'}