Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
γενεσιουργέω
γενεσιουργία
View word page
γενείασις
growth of the beard

ShortDef

growth of the beard

Debugging

Headword:
γενείασις
Headword (normalized):
γενείασις
Headword (normalized/stripped):
γενειασις
IDX:
18671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18672
Key:

Data

{'content': 'growth of the beard'}