Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
γενειαστήρ
γενειάτης
γενειάω
γένειον
γενειοσυλλεκτάδαι
γενεσιάρχης
γενέσιος
View word page
γένεθλον
race, descent
ShortDef
race, descent
Debugging
Headword:
γένεθλον
Headword (normalized):
γένεθλον
Headword (normalized/stripped):
γενεθλον
IDX:
18669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18670
Key:
Data
{'content': 'race, descent'}