Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
γενειάς
γενείασις
γενειάσκω
View word page
γενεθλιάζω
keep a birthday

ShortDef

keep a birthday

Debugging

Headword:
γενεθλιάζω
Headword (normalized):
γενεθλιάζω
Headword (normalized/stripped):
γενεθλιαζω
IDX:
18662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18663
Key:

Data

{'content': 'keep a birthday'}