Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
γένεθλον
View word page
γενεή
birth, lineage, race
ShortDef
birth, lineage, race
Debugging
Headword:
γενεή
Headword (normalized):
γενεή
Headword (normalized/stripped):
γενεη
IDX:
18659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18660
Key:
Data
{'content': 'birth, lineage, race'}