Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
γενέθλιος
View word page
γενεαρχικός
patrimonial

ShortDef

patrimonial

Debugging

Headword:
γενεαρχικός
Headword (normalized):
γενεαρχικός
Headword (normalized/stripped):
γενεαρχικος
IDX:
18658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18659
Key:

Data

{'content': 'patrimonial'}