Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
γενεθλιαλογικός
γενεθλιαλόγος
View word page
γενεάρχης
chief, sheikh

ShortDef

chief, sheikh

Debugging

Headword:
γενεάρχης
Headword (normalized):
γενεάρχης
Headword (normalized/stripped):
γενεαρχης
IDX:
18657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18658
Key:

Data

{'content': 'chief, sheikh'}