Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
γενεθλιαλογία
View word page
γενεαλογικός
genealogical

ShortDef

genealogical

Debugging

Headword:
γενεαλογικός
Headword (normalized):
γενεαλογικός
Headword (normalized/stripped):
γενεαλογικος
IDX:
18655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18656
Key:

Data

{'content': 'genealogical'}