Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
γενεθλιαλογέω
View word page
γενεαλογία
the making a pedigree

ShortDef

the making a pedigree

Debugging

Headword:
γενεαλογία
Headword (normalized):
γενεαλογία
Headword (normalized/stripped):
γενεαλογια
IDX:
18654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18655
Key:

Data

{'content': 'the making a pedigree'}