Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
γενεθλιακός
View word page
γενεαλόγημα
pedigree

ShortDef

pedigree

Debugging

Headword:
γενεαλόγημα
Headword (normalized):
γενεαλόγημα
Headword (normalized/stripped):
γενεαλογημα
IDX:
18653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18654
Key:

Data

{'content': 'pedigree'}