Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
γενεθλιάζω
View word page
γενεαλογέω
to trace by way of pedigree

ShortDef

to trace by way of pedigree

Debugging

Headword:
γενεαλογέω
Headword (normalized):
γενεαλογέω
Headword (normalized/stripped):
γενεαλογεω
IDX:
18652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18653
Key:

Data

{'content': 'to trace by way of pedigree'}