Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
γενέθλη
View word page
γενεά
race, stock, family

ShortDef

race, stock, family

Debugging

Headword:
γενεά
Headword (normalized):
γενεά
Headword (normalized/stripped):
γενεα
IDX:
18651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18652
Key:

Data

{'content': 'race, stock, family'}