Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
γενεῆθεν
View word page
γενάρχης
founder

ShortDef

founder

Debugging

Headword:
γενάρχης
Headword (normalized):
γενάρχης
Headword (normalized/stripped):
γεναρχης
IDX:
18650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18651
Key:

Data

{'content': 'founder'}