Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
γενεή
View word page
γεναρχέω
to be the ancestor of the human race

ShortDef

to be the ancestor of the human race

Debugging

Headword:
γεναρχέω
Headword (normalized):
γεναρχέω
Headword (normalized/stripped):
γεναρχεω
IDX:
18649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18650
Key:

Data

{'content': 'to be the ancestor of the human race'}