Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
γενεαρχικός
View word page
γέμω
to be full
ShortDef
to be full
Debugging
Headword:
γέμω
Headword (normalized):
γέμω
Headword (normalized/stripped):
γεμω
IDX:
18648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18649
Key:
Data
{'content': 'to be full'}