Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
γενεάρχης
View word page
γέμος
a load, freight
ShortDef
a load, freight
Debugging
Headword:
γέμος
Headword (normalized):
γέμος
Headword (normalized/stripped):
γεμος
IDX:
18647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18648
Key:
Data
{'content': 'a load, freight'}