Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
γενεαλόγος
View word page
γεμιστός
laden, full
ShortDef
laden, full
Debugging
Headword:
γεμιστός
Headword (normalized):
γεμιστός
Headword (normalized/stripped):
γεμιστος
IDX:
18646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18647
Key:
Data
{'content': 'laden, full'}