Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
γενεαλογία
γενεαλογικός
View word page
γεμίζω
to fill full of, to load

ShortDef

to fill full of, to load

Debugging

Headword:
γεμίζω
Headword (normalized):
γεμίζω
Headword (normalized/stripped):
γεμιζω
IDX:
18645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18646
Key:

Data

{'content': 'to fill full of, to load'}