Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
γενεαλόγημα
View word page
γελωτοποιός
exciting laughter

ShortDef

exciting laughter

Debugging

Headword:
γελωτοποιός
Headword (normalized):
γελωτοποιός
Headword (normalized/stripped):
γελωτοποιος
IDX:
18643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18644
Key:

Data

{'content': 'exciting laughter'}