Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
γενάρχης
γενεά
γενεαλογέω
View word page
γελωτοποιϊκῶς
ridiculously

ShortDef

ridiculously

Debugging

Headword:
γελωτοποιϊκῶς
Headword (normalized):
γελωτοποιϊκῶς
Headword (normalized/stripped):
γελωτοποιικως
IDX:
18642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18643
Key:

Data

{'content': 'ridiculously'}