Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
γεναρχέω
View word page
γελωτοποιέω
to create, make laughter

ShortDef

to create, make laughter

Debugging

Headword:
γελωτοποιέω
Headword (normalized):
γελωτοποιέω
Headword (normalized/stripped):
γελωτοποιεω
IDX:
18639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18640
Key:

Data

{'content': 'to create, make laughter'}