Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
γεμιστός
γέμος
γέμω
View word page
γέλως
laughter

ShortDef

laughter

Debugging

Headword:
γέλως
Headword (normalized):
γέλως
Headword (normalized/stripped):
γελως
IDX:
18638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18639
Key:

Data

{'content': 'laughter'}