Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
γεμίζω
View word page
γελοωμιλία
fellowship in laughing

ShortDef

fellowship in laughing

Debugging

Headword:
γελοωμιλία
Headword (normalized):
γελοωμιλία
Headword (normalized/stripped):
γελοωμιλια
IDX:
18635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18636
Key:

Data

{'content': 'fellowship in laughing'}