Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
γελωτοφυή
View word page
γελοιότης
absurdity

ShortDef

absurdity

Debugging

Headword:
γελοιότης
Headword (normalized):
γελοιότης
Headword (normalized/stripped):
γελοιοτης
IDX:
18634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18635
Key:

Data

{'content': 'absurdity'}