Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
γελωτοποιϊκῶς
γελωτοποιός
View word page
γέλοιος
causing laughter, laughable
ShortDef
causing laughter, laughable
Debugging
Headword:
γέλοιος
Headword (normalized):
γέλοιος
Headword (normalized/stripped):
γελοιος
IDX:
18633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18634
Key:
Data
{'content': 'causing laughter, laughable'}