Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
γελωτοποιΐα
View word page
γελοίιος
laughable
ShortDef
laughable
Debugging
Headword:
γελοίιος
Headword (normalized):
γελοίιος
Headword (normalized/stripped):
γελοιιος
IDX:
18631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18632
Key:
Data
{'content': 'laughable'}