Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
γελωτοποιέω
γελωτοποιία
View word page
γελοιαστικός
mirth-provoking

ShortDef

mirth-provoking

Debugging

Headword:
γελοιαστικός
Headword (normalized):
γελοιαστικός
Headword (normalized/stripped):
γελοιαστικος
IDX:
18630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18631
Key:

Data

{'content': 'mirth-provoking'}