Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
γέλως
View word page
γελοιασμός
jesting
ShortDef
jesting
Debugging
Headword:
γελοιασμός
Headword (normalized):
γελοιασμός
Headword (normalized/stripped):
γελοιασμος
IDX:
18628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18629
Key:
Data
{'content': 'jesting'}