Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
Γελῷος
View word page
γελοιάζω
jest
ShortDef
jest
Debugging
Headword:
γελοιάζω
Headword (normalized):
γελοιάζω
Headword (normalized/stripped):
γελοιαζω
IDX:
18627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18628
Key:
Data
{'content': 'jest'}