Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
Γέλων
View word page
Γελλώ
vampire

ShortDef

vampire

Debugging

Headword:
Γελλώ
Headword (normalized):
γελλώ
Headword (normalized/stripped):
γελλω
IDX:
18626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18627
Key:

Data

{'content': 'vampire'}