Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
γέλοιος
γελοιότης
γελοωμιλία
View word page
γελίκη
vello

ShortDef

vello

Debugging

Headword:
γελίκη
Headword (normalized):
γελίκη
Headword (normalized/stripped):
γελικη
IDX:
18625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18626
Key:

Data

{'content': 'vello'}