Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
γελοιομελέω
View word page
γέλγις
a clove of garlic
ShortDef
a clove of garlic
Debugging
Headword:
γέλγις
Headword (normalized):
γέλγις
Headword (normalized/stripped):
γελγις
IDX:
18622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18623
Key:
Data
{'content': 'a clove of garlic'}