Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
γελοίιος
View word page
γελγιδόομαι
form a compound bulb

ShortDef

form a compound bulb

Debugging

Headword:
γελγιδόομαι
Headword (normalized):
γελγιδόομαι
Headword (normalized/stripped):
γελγιδοομαι
IDX:
18621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18622
Key:

Data

{'content': 'form a compound bulb'}