Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
γελοιαστικός
View word page
γέλγη
frippery: the market where they are sold

ShortDef

frippery: the market where they are sold

Debugging

Headword:
γέλγη
Headword (normalized):
γέλγη
Headword (normalized/stripped):
γελγη
IDX:
18620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18621
Key:

Data

{'content': 'frippery: the market where they are sold'}