Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
γελοιαστής
View word page
γελάω
to laugh
ShortDef
to laugh
Debugging
Headword:
γελάω
Headword (normalized):
γελάω
Headword (normalized/stripped):
γελαω
IDX:
18619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18620
Key:
Data
{'content': 'to laugh'}