Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
γελοιασμός
View word page
γελαστός
laughable

ShortDef

laughable

Debugging

Headword:
γελαστός
Headword (normalized):
γελαστός
Headword (normalized/stripped):
γελαστος
IDX:
18618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18619
Key:

Data

{'content': 'laughable'}