Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
γελοιάζω
View word page
γελαστικός
inclined to laugh

ShortDef

inclined to laugh

Debugging

Headword:
γελαστικός
Headword (normalized):
γελαστικός
Headword (normalized/stripped):
γελαστικος
IDX:
18617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18618
Key:

Data

{'content': 'inclined to laugh'}