Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
Γελλώ
View word page
γελαστής
a laugher, sneerer

ShortDef

a laugher, sneerer

Debugging

Headword:
γελαστής
Headword (normalized):
γελαστής
Headword (normalized/stripped):
γελαστης
IDX:
18616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18617
Key:

Data

{'content': 'a laugher, sneerer'}