Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
γελίκη
View word page
γέλασμα
a laugh
ShortDef
a laugh
Debugging
Headword:
γέλασμα
Headword (normalized):
γέλασμα
Headword (normalized/stripped):
γελασμα
IDX:
18615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18616
Key:
Data
{'content': 'a laugh'}