Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

γείτων
γειώρας
Γέλα
γελανής
γέλανοι
γελανόω
Γελάνωρ
γελασείω
γελάσιμος
γελασῖνος
γέλασις
γέλασμα
γελαστής
γελαστικός
γελαστός
γελάω
γέλγη
γελγιδόομαι
γέλγις
γελγοπωλέω
γελγοπώλης
View word page
γέλασις
laughing

ShortDef

laughing

Debugging

Headword:
γέλασις
Headword (normalized):
γέλασις
Headword (normalized/stripped):
γελασις
IDX:
18614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-18615
Key:

Data

{'content': 'laughing'}